ξεψύχισμα

ξεψύχισμα
το
το να βγαίνει η τελευταία πνοή, η επιθανάτια στιγμή, ο θάνατος («μύρια βλέπουν στ' όνειρό τους ξεψυχίσματα τού εχθρού», Σολωμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξεψυχώ κατά τα ουσ. σε -ισμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξεψύχισμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ξεψυχώ, επιθανάτια στιγμή, πεθαμός: Μύρια βλέπουν στα όνειρά τους ξεψυχίσματα του εχθρού (Σολωμός) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγγέλιασμα — Η τελευταία πνοή, το ξεψύχισμα, το ψυχορράγημα. Αγγελιάζομαι σημαίνει ψυχορραγώ (βλέπω τον άγγελό μου). Χρησιμοποιείται επίσης και το ενεργητικό ρήμα αγγελιάζω, με την έννοια του αδυνατίζω ή πάσχω από σωματική κατάπτωση. Αγγελιάζω σημαίνει και… …   Dictionary of Greek

  • αποπνοή — ἀποπνοή, η (Α) [αποπνέω] 1. ανάδοση οσμής, αναθυμίαση 2. αύρα που πνέει από κάποιον τόπο 3. ξεψύχισμα, θάνατος …   Dictionary of Greek

  • κακάρωμα — το [κακαρώνω] θάνατος, ξεψύχισμα …   Dictionary of Greek

  • κακοψυχώ — και κακοψυχάω (Μ κακοψυχῶ) [κακόψυχος] βασανίζομαι στα τελευταία μου, δύσκολα βγαίνει η ψυχή μου νεοελλ. καταριέμαι κάποιον να έχει κακό ξεψύχισμα, να βασανιστεί στα τελευταία του μσν. 1. ασθενώ βαριά 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.)… …   Dictionary of Greek

  • ξεψυχισμός — ο ξεψύχισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεψυχώ, κατά τα ουσ. σε ισμός] …   Dictionary of Greek

  • εκπνοή — η 1. η δεύτερη φάση της αναπνοής, όπου γίνεται η εξαγωγή του αέρα (πνοής) από τα αναπνευστικά όργανα. 2. μτφ., ξεψύχισμα, θάνατος, πεθαμός. 3. (για προθεσμίες), λήξη, τέρμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακοψυχώ — και κακοψυχάω κακοψύχησα, έχω κακό ξεψύχισμα: Κακοψύχησε στα τελευταία του ο καημένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”